-
1 γραῖα
γραῖα, ἡ (γεραιά), die Alte, das alte Weib, Hom. einmal, Odyss. 1, 438 γραίης, var. lect. γρηός, s. Scholl.; Soph. Tr. 870 γραῖα; Ar. Th. 1024; Eur. öfter; auch Plat. Lys. 205 d; adj., γραῖα μήτηρ Eur Heracl. 584; Phoen. 1443; γυναῖκες Hec. 323; γραῖαι παλαιαὶ παῖδες Aesch. Eum. 68; vgl. Theocr. 6, 40. 7, 126; übertr., γρ. ἐρείκη Aesch. Ag. 290; ἄκανϑα Soph. frg. 748; vgl. γραῖος u. Nom. pr.
-
2 γραια
Iэп.-ион. γραίη ἥ1) старая женщина, старуха Hom., Soph., Arph., Plat.2) морщинистая пленка(τῶν ἑφθῶν ἀλεύρων Arst.)
IIadj. f1) старая, престарелая(γυναῖκες, μήτηρ, χείρ Eur.; ὕες Arst.)
2) древняяγραῖαι δαίμονες Aesch. = Εὐμενίδες
3) ветхая(πήρα Theocr.)
См. также в других словарях:
μαία — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Τιτάνα Άτλαντα και της Πληιόνης, από τη σχέση της οποίας με τον Δία γεννήθηκε ο Ερμής. Πολλοί ποιητές έχουν εξυμνήσει την ομορφιά της και τη θεωρούν ως την πιο όμορφη από τις Πλειάδες. Αναφέρεται άλλωστε… … Dictionary of Greek